- μυστηριακός
- -ή, -ὁ (ΑΜ μυστηριακός, -ή, -όν) [μυστήριον]αυτός που ανήκει ή αναφέρεται ή προσιδιάζει στα μυστήρια, που χρησιμοποιείται στην τελετή τών μυστηρίων («μυστηριακά σύμβολα»)νεοελλ.1. μτφ. αυτός που γίνεται μυστικά, κρυφά, απόκρυφος, μυστηριώδης, αινιγματικός («μυστηριακές ενέργειες»)2. φρ. «μυστηριακές θρησκείες»θρησκειολ. αρχαίες θρησκείες στην αρχαία Ελλάδα, την Αίγυπτο, τη Ρώμη, καθώς και μεταγενέστερες στη Δύση, οι οποίες είχαν θεσπίσει μυστηριακές τελετές και απόκρυφες, μυστικές λατρευτικές συνάξεις συνδεδεμένες με κάποια θεότητα, τις τύχες τής οποίας αναπαρίσταναν δραματικώςμσν.έμπιστος.επίρρ...μυστηριακώςμε μυστηριακό τρόπο.
Dictionary of Greek. 2013.